- λακκοπρωκτία
- λακκο-πρωκτία, ἡ,A lewdness, Eup.351.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακκοπρωκτία — λακκοπρωκτία, ἡ (Α) [λακκόπρωκτος] 1. το να έχει κάποιος ευρύ πρωκτό 2. η παρά φύσιν συνουσία, κιναιδεία … Dictionary of Greek
λακκοπρωκτίαν — λακκοπρωκτίᾱν , λακκοπρωκτία lewdness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)